- ὀρνιθογνώμων
- ὀρνῑθο-γνώμων, ον, gen. ονος,A knowing in birds, Ael.NA 16.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορνιθογνώμων — ὀρνιθογνώμων, ον (Α) ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο γνώμων] … Dictionary of Greek
ὀρνιθογνώμονα — ὀρνιθογνώμων knowing in birds neut nom/voc/acc pl ὀρνιθογνώμων knowing in birds masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek